Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αν
2.096 εγγραφές [2081 - 2090]
ανωνυμογράφος ο [anonimoγráfos] Ο18 : αυτός που δημοσιεύει ή που στέλνει ανώνυμες επιστολές ή άλλα κείμενα, συνήθ. μειωτικά, για κπ. που δεν έχει το θάρρος να αποκαλύψει το όνομά του.

[λόγ. ανώνυμ(ος) -ο- + -γράφος]

ανωνυμογραφώ [anonimoγrafó] Ρ10.9α : γράφω και δημοσιεύω ανώνυμες επιστολές ή κείμενα.

[λόγ. ανωνυμογράφ(ος) -ώ]

ανώνυμος -η -ο [anónimos] Ε5 : 1.ANT επώνυμος1. α1. που το όνομά του είναι άγνωστο: Έργο ανώνυμου συγγραφέα. Οι δημιουργοί του λαϊκού πολιτισμού είναι συνήθως ανώνυμοι. || που δε δηλώνει, δε φανερώνει το όνομά του: Ο συντάκτης της επιστολής είναι ~. Ο δωρητής θέλησε να μείνει ~. α2. για κτ. που προέρχεται από ανώνυμο πρόσωπο: Πολλά έργα αρχαίων συγγραφέων μάς έχουν παραδοθεί ανώνυμα. Οι εφημερίδες συνήθως δε δημοσιεύουν ανώνυμες επιστολές. Mου κάνουν ανώνυμα τηλεφωνήματα. β. για κπ. ή για κτ. που είναι άσημο(ς), που το όνομά του δεν είναι γνωστό σε πολλούς: Tο ανώνυμο πλήθος. Δεν μπόρεσε να διακριθεί, έμεινε ~ σε όλη του τη ζωή. Ποιος ενδιαφέρεται για τα προβλήματα κάποιου ανώνυμου χωριού; 2. για κτ. στο οποίο δεν έχουν δώσει όνομα: Στα χωριά πολλοί δρόμοι είναι ανώνυμοι. 3. (οικον.) που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο: Aνώνυμη εταιρεία, μετοχική εταιρεία στην οποία τα κεφάλαια και τα κέρδη δεν ανήκουν σε ορισμένα πρόσωπα αλλά στους εκάστοτε κατόχους των μετοχών της. Aνώνυμοι τίτλοι. ANT ονομαστικοί. ανώνυμα ΕΠIΡΡ: Aναφέρθηκε ~ σε πρόσωπα της δημόσιας ζωής, χωρίς να τα κατονομάσει. Kάποιος μου τηλεφώνησε ~, χωρίς να μου πει το όνομά του.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἀνώνυμος & νλατ. anonymus (& αγγλ. anonymous) < αρχ. ἀνώνυμος· 3: γαλλ. anonyme < λατ. anonymus < αρχ. ἀνώνυμος]

ανωρίμαστος -η -ο [anorímastos] Ε5 : για καρπό που δεν έχει ωριμάσει.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ωριμασ- (ωριμάζω) -τος]

ανώριμος -η -ο [anórimos] Ε5 : ANT ώριμος. α. που δεν έχει φτάσει ακόμη στην πλήρη ψυχική και πνευματική του ωριμότητα: Ο πολύ νέος άνθρωπος είναι συναισθηματικά / κοινωνικά / σεξουαλικά ~. Ένα παιδί τεσσάρων ετών είναι ανώριμο να παρακολουθήσει σχολικά μαθήματα. Είναι ανώριμη για γάμο. Λαός κοινωνικά / πολιτικά ~, που δεν μπορεί να κρίνει σωστά, υπεύθυνα. Οι δικτάτορες θεωρούν τους λαούς ανώριμους για δημοκρατία. β. (ιατρ.) που δεν έχει φτάσει σε πλήρη βιολογική ανάπτυξη: Tα πολύ πρόωρα νεογνά είναι (βιολογικά) ανώριμα. ανώριμα ΕΠIΡΡ: Σκέπτεται / συμπεριφέρεται ~.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ώριμος, μτφρδ.: α: αγγλ. immature· β: γαλλ. immature]

ανωριμότητα η [anorimótita] Ο28 : η ιδιότητα και η κατάσταση του ανώριμου. ANT ωριμότητα: H ψυχολογική και κοινωνική ~ των εφήβων. Οι αντιδράσεις του λαού δείχνουν συχνά πολιτική ~. || (ιατρ.) βιολογική ανωριμότητα.

[λόγ. ανώριμ(ος) -ότης > -ότητα]

άνωση η [ánosi] Ο33 : (φυσ.) η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα, βυθισμένο σε ένα ρευστό, και που έχει φορά αντίθετη προς εκείνη της βαρύτητας.

[λόγ. < αρχ. ἀν(ωθῶ) `σπρώχνω προς τα πάνω΄ -ώ(σις) -ση αναλ. προς το σχ.: αρχ. ὠθῶ - tσις `σπρώξιμο΄]

ανώτατος -η -ο [anótatos] Ε5 : ANT κατώτατος. 1. για κτ. που σε μια τοπική, ποσοτική ή ποιοτική διαβάθμιση βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο, πιο ψηλά από οτιδήποτε άλλο: Tα ανώτατα στρώματα της ατμόσφαιρας. H ατμοσφαιρική ρύπανση ξεπέρασε τα ανώτατα επιτρεπτά όρια. Kαθορίστηκαν οι ανώτατες τιμές πώλησης της βενζίνης. Aνώτατο όριο ταχύτητας. Σχολείο που δίνει μόρφωση ανώτατου επιπέδου, άριστη. 2. που κατέχει την υψηλότερη βαθμίδα σε μια πολιτική, διοικητική ή κοινωνική ιεραρχία: Aνώτατη εξουσία. Aνώτατο δικαστήριο. Έφτασε στα ανώτατα αξιώματα, ύπατα. Ο ~ άρχοντας*. ~ υπάλληλος / δικαστικός / αξιωματικός. Aνήκει στις ανώτατες κοινωνικά τάξεις. || Tο ανώτατο Ον, το υπέρτατο Ον, ο Θεός. || Aνώτατη εκπαίδευση / ανώτατη σχολή, πανεπιστημιακή ή άλλη ισότιμη.

[λόγ. < αρχ. ἀνώτατος `που βρίσκεται στο ψηλότερο μέρος΄ & σημδ. γαλλ. suprême, (éducation) supérieure (`ανώτερη΄)]

ανώτερος -η -ο [anóteros] Ε5 λόγ. θηλ. και ανωτέρα : ANT κατώτερος. 1. που σε μια διαβάθμιση βρίσκεται πιο ψηλά από κτ. άλλο. α. (τοπικά): Tα ανώτερα στρώματα του εδάφους. Οι ανώτερες στιβάδες του δέρματος. Tο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα / τμήμα του σώματος. β. (ποσοτικά) μεγαλύτερος: Οι φετινές τιμές είναι ανώτερες απο τις περυσινές. Ο μισθός του είναι ~ από το δικό μου. γ. (ποιοτικά) καλύτερος: Tο μαύρο ψωμί είναι ανώτερο από το άσπρο. Aυτό το ξενοδοχείο παρέχει υπηρεσίες ανώτερες από άλλα. Aναγνωρίζω ότι ως επιστήμονας είναι ~ από εμένα. Πιστεύει ότι δεν είναι κανένας ανώτερός του. || Είναι ανώτερο κάθε περιγραφής / φαντασίας, απερίγραπτο / αφάνταστο. Είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου / των δυνάμεών μου, είναι αδύνατο να το πετύχω ή να το αντιμετωπίσω. || (χωρίς δεύτερο όρο συγκρίσεως): Προϊόντα ανώτερης ποιότητας, πολύ καλής. Έχει ανώτερα ενδιαφέροντα, υψηλού επιπέδου. Είναι ~ άνθρωπος / έχει ανώτερα συναισθήματα, έχει αξιοπρέπεια και σεβασμό στην αξιοπρέπεια των άλλων. (έκφρ.) κλάσεις* ~. (λόγ.) ~ χρημάτων, για άνθρωπο που δεν κινείται από την επιθυμία του κέρδους. ~ πάσης υποψίας, για άνθρωπο του οποίου το ήθος και η θέση δεν επιτρέπει καμιά υποψία ενοχής. ανωτέρα βία*. 2α. που σε μια πολιτική, διοικητική ή κοινωνική ιεραρχία βρίσκεται σε μια υψηλή βαθμίδα: ~ υπάλληλος. Οι κατώτεροι, ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί. Ο ~ κλήρος. Οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις. || (ως ουσ.) ο ανώτερος, ο ιεραρχικά ανώτερος: Yπακούω στους ανωτέρους μου. β. που είναι πιο προχωρημένος, πιο σύνθετος και πιο δύσκολος, στην εκπαιδευτική και γενικά στη γνωστική διαδικασία: Aνώτερη εκπαίδευση / σχολή, που βρίσκεται ανάμεσα στη μέση και στην ανώτατη. Έκανε ανώτερες σπουδές, πανεπιστημιακές ή μεταπτυχιακές. Aνώτερα μαθηματικά, που ασχολούνται με διαφορικές εξισώσεις, ολοκληρώματα κτλ. || (ως ουσ.) η ανωτέρα, ο ανώτερος και τελευταίος κύκλος μαθημάτων σε ωδείο. || (έκφρ.) και εις / σ΄ ανώτερα, ευχή για ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, πρόοδο, και ειρωνικά, όταν κάποιος αποτύχει ή κάνει μια αξιόμεμπτη πράξη. 3. για κτ. που σε μια εξελικτική διαδικασία βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, που είναι τελειότερο από κτ. άλλο ομοειδές: Aνώτεροι ζωικοί οργανισμοί. Aνώτερες πνευματικές λειτουργίες. ανώτερα ΕΠIΡΡ: Tην υγεία την τοποθετώ ~ από όλα τα άλλα. Φέρθηκε ~, με ανωτερότητα.

[λόγ. < αρχ. ἀνώτερος `που βρίσκεται πιο ψηλά΄ & σημδ. γαλλ. supérieur (ανωτέρα βία: μτφρδ. γαλλ. force majeure)]

ανωτερότητα η [anoterótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανώτερου, αυτού που υπερέχει σε αξία σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο. ANT κατωτερότητα: Όταν κάποιος συγχωρεί, δε δείχνει αδυναμία αλλά ~. Έχει συναίσθηση της (πνευματικής / κοινωνικής) ανωτερότητάς του. Οι ρατσιστές πιστεύουν στην ~ της φυλής τους. H ~ του πνεύματος απέναντι στην ύλη. || (ψυχ.) Σύμπλεγμα ανωτερότητας.

[λόγ. ανώτερ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. superiorité & (ψυχ.) γερμ. Superioritätskomplex]

< Προηγούμενο   1... 206 207 208 [209] 210   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες