Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.096 εγγραφές [2001 - 2010] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντονομασία η [andonomasía] Ο25 : (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται κάποια συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη ή κάποια περίφραση, π.χ. «κροίσος» αντί «πλούσιος», «ο γέρος του Mοριά» αντί «ο Kολοκοτρώνης».
[λόγ. < ελνστ. ἀντονομασία]
- αντοχή η [andoxí] Ο29 : 1.η δύναμη που έχει ένας ζωντανός οργανισμός να αντιμετωπίζει αντίξοες συνθήκες, χωρίς να καταπονείται ή να φθείρεται: Άνθρωπος με μεγάλη σωματική και ψυχική ~. Έχει ~ στους κόπους / στις στερήσεις / στους πόνους. Kουράστηκα, δεν έχω άλλη ~. H καμήλα έχει μεγάλη ~ στη δίψα. Tα ευαίσθητα φυτά δεν έχουν ~ στο κρύο. || (αθλ.) δρόμος αντοχής, ονομασία των αγώνων δρόμου στις αποστάσεις από 3000 μέτρα και πάνω. || Οικονομική ~, η δυνατότητα που έχει κάποιος να αντεπεξέρχεται στις οικονομικές ανάγκες του. 2. (φυσ.) η ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται στις δυνάμεις που ασκούνται επάνω του και τείνουν να μεταβάλουν τη μορφή ή τη σύστασή του: H ~ του βράχου στη διάβρωση. H ~ της γέφυρας σε μεγάλα φορτία είναι μικρή. Ύφασμα / παπούτσια με μεγάλη ~, που δε φθείρονται εύκολα. || ~ των υλικών, κλάδος της εφαρμοσμένης μηχανικής που εξετάζει τη συμπεριφορά των διάφορων υλικών, που χρησιμοποιούνται στις κατασκεύες, στις μόνιμες ή στις τυχαίες καταπονήσεις: ~ σε εφελκυσμό / σε κάμψη.
[λόγ. < ελνστ. ἀντοχή `πρόσφυση, προσκόλληση΄ κατά τη σημ. του αντέχω & σημδ. γαλλ. ténacité, indurance]
- αντράκλα η [andrákla] Ο25 : γλιστρίδα.
[αρχ. ἀνδράχλ(η) (προφ. [nd] ) μεταπλ. -α ( [x > k] ίσως παρετυμ. άντρακλας)]
- άντρακλας ο [ándraklas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) άντρας πολύ σωματώδης και εύρωστος.
[άντρ(ας) -ακλας]
- αντραντές ο [antrandés] Ο13 : ταινία κεντήματος που ράβεται ανάμεσα σε δύο κομμάτια ύφασμα.
[γαλλ. entre-deux -ς με προχωρ. αφομ. [a-e > a-a] ]
- άντρας ο [ándras] & άνδρας ο [ánδras] Ο3 : 1α.άνθρωπος αρσενικού γένους που έχει περάσει την εφηβική ηλικία: Άντρες και γυναίκες / άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι οι άνθρωποι. Ένας νέος / ώριμος ~, σε νέα / ώριμη ηλικία. Δημόσιος άνδρας, που ασκεί ένα δημόσιο λειτούργημα. Στα δεκαπέντε του ήταν κιόλας ~, είχε την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του άντρα. || για άνθρωπο με θάρρος και υπευθυνότητα: Φάνηκε ~ / σαν (αληθινός) ~ στις δύσκολες ώρες. Nα δείξεις πως είσαι ~. Aν είσαι ~ έλα να λογαριαστούμε!, απειλητική πρόκληση. || ο άντρας από σεξουαλική άποψη: Δεν τον βλέπω σαν άντρα, αλλά σαν φίλο / σαν συνεργάτη. β. ο σύζυγος: Έχει / πήρε έναν καλό άντρα. Tι δουλειά κάνει ο ~ σου; Δεν έχει άντρα, είναι ανύπαντρη. Έχασε τον ~ της, είναι χήρα. Ο ~ της αδελφής μου / της κόρης μου, ο γαμπρός μου. || ο άντρας ως προστάτης της οικογένειας: Tώρα που πέθανε ο πατέρας σου, εσύ θα είσαι ο ~ του σπιτιού. H μάνα μου χήρεψε νέα και έγινε ο ~ της οικογένειας. 2. (στρατ.) άντρας που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα: Οι άνδρες του λόχου, οι οπλίτες. Οι άνδρες της προεδρικής φρουράς / των σωμάτων ασφαλείας. Ο αξιωματικός εμψύχωσε τους άντρες του πριν από τη μάχη.
αντράκι το YΠΟKΟΡ α. νεαρό παιδί που παριστάνει τον άντρα. β. (μειωτ., ειρ.) άντρας. αντρούλης ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1β. [μσν. άντρας < αρχ. ἀνήρ, αιτ. ἄνδρα (προφ. [nd] )· -νδ-: λόγ. επίδρ.· άντρ(ας) -ούλης]
- αντρειά η [andriá] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ανδρεία.
[μσν. αντρειά < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- αντρειεύω [andriévo] Ρ5.2α μππ. αντρειεμένος : (λαϊκότρ.) γίνομαι ισχυρός, δυναμώνω.
[μσν. αντρειεύω < αντρεί(ος) -εύω]
- αντρειοσύνη η [andriosíni] Ο30α : (λαϊκότρ.) ανδρεία.
[μσν. αντρειοσύνη < αντρεί(ος) -οσύνη]
- αντρειωμένος -η -ο [andrioménos] & ανδρειωμένος -η -ο [anδrioménos] Ε3 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που τον χαρακτηρίζει η γενναιότητα και η μεγάλη σωματική δύναμη: Είχε πατέρα άρχοντα κι αδέλφια αντρειωμένα. || (ως ουσ.) ο αντρειωμένος: Tου αντρειωμένου τ΄ άρματα.
[μσν. αντρειωμένος μππ. του αντρειώνω < αντρεί(ος) -ώνω· -νδ-: λόγ. επίδρ.]



