Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντράκλα
2 εγγραφές [1 - 2]
αντράκλα η [andrákla] Ο25 : γλιστρίδα.

[αρχ. ἀνδράχλ(η) (προφ. [nd] ) μεταπλ. ( [x > k] ίσως παρετυμ. άντρακλας)]

άντρακλας ο [ándraklas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) άντρας πολύ σωματώδης και εύρωστος.

[άντρ(ας) -ακλας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες