Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιτοξικός -ή -ό [anditoksikós] Ε1 : που εξουδετερώνει τις τοξίνες: Ουσίες / φάρμακα με αντιτοξική δράση.
[λόγ. < γαλλ. antitoxique < anti- = αντι- + toxi que = τοξικός]



