Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντισυλληπτικός -ή -ό [andisiliptikós] Ε1 : που εμποδίζει τη γονιμοποίηση του ωαρίου, τη σύλληψη: Aντισυλληπτικές μέθοδοι. Aντισυλληπτικό χάπι. || (ως ουσ.) το αντισυλληπτικό, αντισυλληπτικό χάπι.
[λόγ. αντισυλληπ- (αντισύλληψις) -τικός μτφρδ. αγγλ. contraceptive]



