Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπροσώπευση η [andiprosópefsi] Ο33 : το να αντιπροσωπεύει κάποιος κπ. άλλο, να ενεργεί ως αντιπρόσωπός του· (πρβ. εκπροσώπηση): H ~ μιας χώρας στο εξωτερικό / του λαού στη βουλή / μιας οικονομικής επιχείρησης σε άλλη περιοχή.
[λόγ. αντιπροσωπεύ(ω) -σις > -ση]



