Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιιμπεριαλιστικός
1 εγγραφή
αντιιμπεριαλιστικός -ή -ό [andiimberialistikós] Ε1 : που είναι εχθρικός προς τον ιμπεριαλισμό: Aντιιμπεριαλιστική χώρα / κυβέρνηση / επανάσταση. Aντιιμπεριαλιστική πολιτική. αντιιμπεριαλιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + ιμπεριαλιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες