Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίθετα [andíθeta] & αντιθέτως [andiθétos] σύνδ. αντιθ. : σε παρατακτική σύνδεση, εισάγει ύστερα από τελεία ή άνω τελεία πρόταση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης αρνητικής πρότασης· απεναντίας: Δε συμφωνώ· αντιθέτως έχω σοβαρές αντιρρήσεις. || συχνά με το μάλιστα για εντονότερη αντίθεση: Δεν τους παρεξήγησε· ~ μάλιστα τους δικαιολόγησε. || με το αλλά / όμως: Όχι μόνο δεν τους τιμώρησε, αλλά ~ τους επαίνεσε κιόλας. || Είσαι ευχαριστημένος; -~ ανησυχώ φοβερά, το αντίθετο θα έλεγα, ανησυχώ φοβερά.
[λόγ. < αρχ. ἀντιθέτως και προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επιρρ. σε -α]



