Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντιδικία
1 item total
αντιδικία η [andiδikía] Ο25 : έντονη και ενεργητική αντίθεση μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων σε ορισμένο θέμα: Ξέσπασε ~ μεταξύ των κομμάτων για τον εκλογικό νόμο. || η ανταγωνιστική σχέση που συνδέει τους δύο αντιδίκους: Bρίσκεται σε ~ με τον αδελφό του για την πατρική κληρονομιά.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιδικία (νομ. σημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go