Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιβράχιο
2 εγγραφές [1 - 2]
αντιβράχιο το [antivráxio] Ο40 : (ανατ.) το τμήμα του χεριού από τον αγκώνα ως τον καρπό· πήχης. || το αντίστοιχο τμήμα του μπροστινού ποδιού των ζώων.

[λόγ. αντι- + βραχ(ίων) -ιον μτφρδ. γαλλ. avant-bras]

αντιβραχίονας ο [andivraxíonas] Ο5 : (ανατ.) αντιβράχιο.

[λόγ. αντι- + βραχίων > βραχίονας μτφρδ. γαλλ. avant-bras]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες