Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιβακτηριδιακός
1 εγγραφή
αντιβακτηριδιακός -ή -ό [andivaktiriδiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την καταπολέμηση των βακτηριδίων: Aντιβακτηριδιακή επεξεργασία / προστασία. ~ παράγοντας.

[λόγ. < διεθ. anti- = αντι- + bacterial = βακτηριδιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες