Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανταλλαγή
1 item total
ανταλλαγή η [andalají] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταλλάσσω: ~ προϊόντων / αιχμαλώτων. Ενοικιάσεις, πωλήσεις και ανταλλαγές αυτοκινήτων. || ~ πληθυσμών, που γίνεται με συνθήκη μεταξύ κρατών. || ~ γνωμών / πληροφοριών / απόψεων / σκέψεων / ύβρεων. Mορφωτικές ανταλλαγές, μεταξύ κρατών. || (φυσ.) ~ της ύλης, το φαινόμενο της αδιάκοπης αποσύνθεσης και αναγέννησης των κυττάρων.

[λόγ. < ελνστ. ἀνταλλαγή `αμοιβαία αλλαγή θέσης, ανταλλαγή(;)΄ & σημδ. γαλλ. échange]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go