Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταγωνισμός
1 εγγραφή
ανταγωνισμός ο [andaγonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταγωνίζομαι· (πρβ. συναγωνισμός, άμιλλα)· οι επιδιώξεις και οι ενέργειες εκείνων που ανταγωνίζονται, οι σχέσεις και η κατάσταση που διαμορφώνονται, όταν κάποιοι ανταγωνίζονται: Ο ~ των μεγάλων δυνάμεων. Σκληρός / οικονομικός / εμπορικός / πολιτικός / βλαβερός / ωφέλιμος / διαρκής / οξύς ~. || (οικον.): Πλήρης ή τέλειος ~. Aτελής ~. Ελεύθερος ~. Aθέμιτος ~.

[λόγ. ανταγωνισ- (ανταγωνίζομαι) -μός μτφρδ. αγγλ. compe tition ή γαλλ. compétition]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες