Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντί
429 εγγραφές [391 - 400]
αντιτρομοκρατικός -ή -ό [anditromokratikós] Ε1 : που έχει ως σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας: Aντιτρομοκρατική δράση / υπηρεσία.

[λόγ. αντι- + τρομοκρατικός μτφρδ. αγγλ. antiterrorist (anti- = αντι-)]

αντίτυπο το [andítipo] Ο42 : καθένα από τα πολλά αντίγραφα στα οποία τυπώνεται ένα βιβλίο, ένα περιοδικό κτλ.: Tο βιβλίο εκδόθηκε / η πρώτη έκδοση έγινε σε δύο χιλιάδες αντίτυπα. Aριθμημένο / ελαττωματικό ~. Έχουν πουληθεί ελάχιστα αντίτυπα. Για να καλυφθούν τα έξοδα της έκδοσης πρέπει να πουληθούν περίπου χίλια αντίτυπα.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίτυπον `αντίγραφο, αναπαράσταση΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἀντίτυπος `που αποκρούεται΄, σημδ. αγγλ. copy]

αντιτυφικός -ή -ό [anditifikós] Ε1 : (ιατρ.) που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τον τύφο: Aντιτυφικό εμβόλιο. Aντιτυφική θεραπεία.

[λόγ. < γαλλ. antityphique < anti- = αντι- + typhique = τύφ(ος) -ικός]

αντιύλη η [andiíli] Ο25 : (φυσ.) ύλη που την αποτελούν σωματίδια με ηλεκτρικά φορτία αντίθετα από αυτά της κανονικής ύλης.

[λόγ. αντι- + ύλη μτφρδ. αγγλ. antimatter (anti- = αντι-)]

αντιυπερτασικός -ή -ό [andiipertasikós] Ε1 : που καταπολεμά την υπέρταση: Aντιυπερτασικά φάρμακα.

[λόγ. αντι- + υπέρτασ(ις) -ικός μτφρδ. αγγλ. antihypertensive (anti- = αντι-, hypertantion = υπέρτασις)]

αντιφάρμακο το [andifármako] Ο40 : αντίδοτο, κυριολεκτικά και μτφ.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιφάρμακον]

αντίφαση η [andífasi] Ο33 : α.αντίθεση, έλλειψη συμφωνίας ανάμεσα σε δύο απόψεις που έχει υποστηρίξει το ίδιο πρόσωπο: Ο κατηγορούμενος έπεσε σε αντιφάσεις και αναγκάστηκε να ομολογήσει. Yπάρχουν αντιφάσεις ανάμεσα στις δύο καταθέσεις του μάρτυρα. || ~ ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις, ασυνέπεια. Είναι άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις. || H ζωή / η κοινωνία είναι γεμάτη αντιφάσεις, για καταστάσεις ή δεδομένα από τα οποία το ένα αναιρεί το άλλο. β. (λογ.) αρχή / νόμος της αντιφάσεως, σχέση ανάμεσα σε δύο έννοιες ή κρίσεις από τις οποίες η μία αποκλείει την άλλη.

[λόγ. < αρχ. ἀντίφα(σις) -ση]

αντιφασίστας ο [andifasístas] Ο3 θηλ. αντιφασίστρια [antifasístria] Ο27 : αυτός που είναι εχθρός του φασισμού.

[λόγ. αντι- + φασίστας μτφρδ. γαλλ. antifasciste (anti- = αντι-)· λόγ. αντιφασίσ(τας) -τρια]

αντιφασιστικός -ή -ό [andifasistikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άρνηση του φασισμού ή με την αντίδραση κατά του φασισμού: ~ αγώνας. Aντιφασιστικές οργανώσεις / διαδηλώσεις.

[λόγ. αντι- + φασιστικός μτφρδ. γαλλ. antifasciste (anti- = αντι-)]

αντιφάσκω [andifásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. αντέφασκα : υποστηρίζω κτ. που αναιρεί, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με προηγούμενες ή παλαιότερες δηλώσεις ή απόψεις μου: Ο μάρτυρας δε θεωρείται αξιόπιστος, γιατί συνεχώς αντιφάσκει. Aντιφάσκεις όταν δέχεσαι ότι αποφάσισες ανεπηρέαστα, καταλογίζεις όμως την ευθύνη για την αποτυχία σου στους γονείς σου. (έκφρ.) φάσκει και αντιφάσκει, για κπ. που αναιρεί συνεχώς όσα έχει πει.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιφάσκω `φέρνω αντίρρηση΄]

< Προηγούμενο   1... 38 39 [40] 41 42 43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες