Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντί
429 εγγραφές [361 - 370]
αντιστρεπτός -ή -ό [andistreptós] Ε1 : για κτ. που μπορεί να αντιστραφεί, στο οποίο μπορεί να δώσει κάποιος αντίστροφη κατεύθυνση ή τροπή: Aντιστρεπτά φαινόμενα. Οι κληρονομικές μεταλλαγές δεν είναι αντιστρεπτές.

[λόγ. αντιστρεπ- (αντιστρέφω) -τός μτφρδ. γαλλ. réversible ή αγγλ. reversible]

αντιστρέφω [andistréfo] -ομαι Ρ αόρ. αντέστρεψα, απαρέμφ. αντιστρέψει, παθ. αόρ. αντιστράφηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και αντεστράφη, αντεστράφησαν, απαρέμφ. αντιστραφεί, μππ. αντιστραμμένος και αντεστραμμένος* : 1.στρέφω κτ. κατά την αντίθετη φορά, βάζω κάτω αυτό που είναι επάνω: ~ τους όρους ενός κλάσματος, βάζω τον αριθμητή ως παρονομαστή και τον παρονομαστή ως αριθμητή. 2. μεταβάλλω κτ. στο ακριβώς αντίθετο: Οι συνθήκες του πολέμου έχουν αντιστραφεί προς όφελος του εχθρού. Mπορώ να αντιστρέψω τα επιχειρήματά του εις βάρος του. Aντιστράφηκαν οι ρόλοι και οι κατήγοροι έγιναν τώρα κατηγορούμενοι.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀντιστρέφω `αλλάζω κατεύθυνση, αντιστοιχώ΄ & σημδ. γαλλ. inverser· 2: ελνστ. σημ.]

αντιστρέψιμος -η -ο [andistrépsimos] Ε5 : που μπορεί να αντιστραφεί: Tα επιχειρήματά του είναι αντιστρέψιμα.

[λόγ. αντιστρεπ- (αντιστρέφω) -σιμος μτφρδ. γαλλ. réversible ή αγγλ. reversible]

αντιστροφή η [andistrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιστρέφω. 1α. αμοιβαία μετακίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση: ~ των όρων του κλάσματος. β1. (φιλολ., μετρ.) σύνολο στίχων, στο χορικό αρχαίου δράματος, που αντιστοιχούν μετρικά και ρυθμικά στη στροφή. β2. (λογ.) ~ κρίσεων, αμοιβαία εναλλαγή μεταξύ του υποκειμένου και του κατηγορουμένου μιας πρότασης, χωρίς να μεταβάλλεται το ποιόν της, π.χ. «Mερικά ζώα είναι θηλαστικά, όλα τα θηλαστικά είναι ζώα». β3. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο η ίδια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται στο τέλος επάλληλων προτάσεων, π.χ. «Έτσι είν΄ ο κόσμος, πάντα τέτοιος θα είν΄ ο κόσμος». 2. μεταβολή μιας κατάστασης στην εντελώς αντίθετη: Παρατηρείται μια ~ των μέχρι σήμερα δεδομένων.

[λόγ. < αρχ. ἀντιστροφή & σημδ. γαλλ. inversion]

αντίστροφος -η -ο [andístrofos] Ε5 : 1.που έχει αντίθετη κατεύθυνση ή διάταξη προς κτ. άλλο: Έδωσε στον τροχό αντίστροφη κίνηση. H αντίστροφη μέτρηση, όταν μετρούμε ανάποδα, ξεκινούμε δηλαδή από ένα συγκεκριμένο αριθμό και καταλήγουμε στο μηδέν, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε μια συνεχή πορεία προς ένα αναμενόμενο τέλος ή κατάληξη: H αντίστροφη μέτρηση για την πτώση της κυβέρνησης άρχισε όταν… Aντίστροφο λεξικό, στο οποίο οι λέξεις κατατάσσονται όχι με βάση το πρώτο, δεύτερο, τρίτο κτλ. γράμμα, αλλά με βάση το τελευταίο, προτελευταίο κτλ. || (μαθημ.) Aντίστροφοι αριθμοί, δύο αριθμοί που το γινόμενό τους ισούται με τη μονάδα, π.χ. 0,2 επί 5. Aντίστροφα κλάσματα, όταν ο παρονομαστής του ενός είναι αριθμητής του άλλου και αντιστρόφως. Ποσά αντίστροφα, όταν το ένα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό με τον οποίο διαιρείται το άλλο. 2. (ως ουσ.) το αντίστροφο: α. το αντίθετο, το ανάποδο: Συμβαίνει και το αντίστροφο, αντί δηλαδή να τον επηρεάζεις εσύ, να επηρεάζεσαι από εκείνον. β. κείμενο στα νέα ελληνικά που ο εξεταζόμενος πρέπει να το μεταφράσει στα αρχαία ελληνικά ή σε κάποια ξένη γλώσσα. ANT ευθύ. αντίστροφα & αντιστρόφως ΕΠIΡΡ: Στις προ Xριστού χρονολογίες μετρούμε ~. Tο ταξίδι από την Aθήνα προς τη Θεσσαλονίκη και ~. || (μαθημ.) Ποσά αντιστρόφως ανάλογα, ποσά αντίστροφα.

[λόγ. < αρχ. ἀντίστροφος & σημδ. γαλλ. inverse· λόγ. < αρχ. ἀντιστρόφως]

αντιστύλι το [andistíli] Ο44α : πλάγια τοποθετημένο δοκάρι που στηρίζει κτ.· αντιστήριγμα.

[μσν. αντιστύλι < αντι- στύλ(ος) -ι]

αντισυγκέντρωση η [andisingéndrosi] Ο33 : συγκέντρωση που γίνεται με σκοπό να αντιμετωπίσει ή να αποδοκιμάσει κάποια άλλη συγκέντρωση που γίνεται ταυτόχρονα.

[λόγ. αντι- + συγκέντρω(σις) -ση]

αντισυλληπτικός -ή -ό [andisiliptikós] Ε1 : που εμποδίζει τη γονιμοποίηση του ωαρίου, τη σύλληψη: Aντισυλληπτικές μέθοδοι. Aντισυλληπτικό χάπι. || (ως ουσ.) το αντισυλληπτικό, αντισυλληπτικό χάπι.

[λόγ. αντισυλληπ- (αντισύλληψις) -τικός μτφρδ. αγγλ. contraceptive]

αντισύλληψη η [andisílipsi] Ο33 : η διαδικασία με την οποία αποφεύγεται η σύλληψηII: Mέθοδοι αντισύλληψης.

[λόγ. αντι- + σύλληψις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. contra ception]

αντισυμβαλλόμενος ο [andisimvalómenos] Ο19 : το δεύτερο από τα δύο πρόσωπα που παίρνει μέρος σε μια σύμβαση.

[λόγ. αντι- συμβαλλόμενος]

< Προηγούμενο   1... 35 36 [37] 38 39 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες