Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 429 εγγραφές [351 - 360] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιστήριξη η [andistíriksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιστηρίζω.
[λόγ. αντιστηρικ- (αντιστηρίζω) -σις > -ση]
- αντιστικτικός -ή -ό [andistiktikós] Ε1 : (μουσ.) που έχει σχέση με την αντίστιξη.
αντιστικτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντιστικ- (αντίστιξις) -τικός μτφρδ. ιταλ. contrappuntistico]
- αντίστιξη η [andístiksi] Ο33 : (μουσ.) ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται με αρμονικό τρόπο πολλές μελωδίες· κοντραπούντο. || (επέκτ.) στη λογοτεχνία ή στις καλές τέχνες, εναλλαγή διαφορετικών θεμάτων σε μια αρμονική σύνθεση.
[λόγ. αντι- + στίξις (-σις > -ση) μτφρδ. ιταλ. contrap punto ή μέσω του γαλλ. contrepoint]
- αντιστοιχία η [andistixía] Ο25 : ANT αναντιστοιχία. 1. η σχέση δύο πραγμάτων: α. που είναι τοποθετημένα συμμετρικά το ένα απέναντι στο άλλο: H ~ των κορυφών του ρόμβου. Οι δύο πτέρυγες παρουσιάζουν μια ~ ως προς το κεντρικό κτίσμα. β. που έχουν ανάλογη θέση σε μια παράλληλη κατάταξη ή διάταξη: H ~ των βαθμών στα τρία όπλα των ενόπλων δυνάμεων. Δεν υπάρχει απόλυτη ~ βαθμού και μισθού στους διάφορους κλάδους των δημόσιων υπαλλήλων. 2. σχέση αναλογίας, ομοιότητας ή συμφωνίας: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις / ανάμεσα στα λόγια του και στα έργα του. H ~ της δραχμής προς τα ξένα νομίσματα, ισοτιμία. || Δεν υπάρχει πάντοτε ~ ανάμεσα στους φθόγγους και στα γράμματα.
[λόγ.: 1α: αρχ. ἀντιστοιχία, ελνστ. σημ.: `συσχετισμός΄· 1β, 2: σημδ. γαλλ. correspondence]
- αντιστοιχίζω [andistixízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ κτ. έτσι ώστε να βρίσκεται σε αντιστοιχία με κτ. άλλο. 2. συσχετίζω, παραλληλίζω κτ. προς κτ. άλλο.
[λόγ. αντιστοιχ(ία) -ίζω]
- αντιστοίχιση η [andistíxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιστοιχίζω.
[λόγ. αντιστοιχι- (αντιστοιχίζω) -σις > -ση]
- αντίστοιχος -η -ο [andístixos] Ε5 : 1α.που είναι συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κτ. άλλο: Tα μπροστινά δόντια της επάνω γνάθου και τα αντίστοιχα της κάτω λέγονται κοπτήρες. Οι δύο αντίστοιχοι τροχοί. β. που έχει ανάλογη θέση με κτ. άλλο σε μια παράλληλη κατάταξη ή διάταξη: Ο ~ βαθμός του αντιστρατήγου, στο πολεμικό ναυτικό, είναι ο αντιναύαρχος. Mαθητές γαλλικού σχολείου, που φοιτούν σε τάξεις αντίστοιχες με εκείνες του ελληνικού γυμνασίου. Kάθε διακόπτης συνδέεται με το αντίστοιχο καλώδιο. 2. που είναι ανάλογος, παρόμοιος ή όμοιος με κτ.: Aντιμετωπίσαμε με επιτυχία περιπτώσεις αντίστοιχες με τη σημερινή. ANT αναντίστοιχες. H αγορά του οικοπέδου κόστισε εκατόν δέκα εκατομμύρια και αντίστοιχο ποσό θα διατεθεί για την ανέγερση του κτιρίου. || (ως ουσ.) το αντίστοιχο, αυτό που είναι ανάλογο με κτ. άλλο.
αντίστοιχα & (λόγ.) αντιστοίχως ΕΠIΡΡ: Tο πρώτο και το δεύτερο βραβείο δόθηκαν στη γαλλική και στην ισπανική ομάδα ~. Όταν αυξάνεται η τιμή του δολαρίου, αυξάνεται ~ και η τιμή του πετρελαίου. [λόγ.: 1α: ελνστ. ἀντίστοι χος, αρχ. σημ.: `τοποθετημένος απέναντι΄· 1β, 2: σημδ. αγγλ. cor responding, correspondent· λόγ. < ελνστ. ἀντιστοίχως]
- αντιστοιχώ [andistixó] Ρ10.9α : για κτ. που είναι αντίστοιχο με κτ. άλλο, που βρίσκεται: α. σε σχέση συμμετρικής τοποθέτησης: Tα παράθυρα του πρώτου ορόφου αντιστοιχούν στις μπαλκονόπορτες του δεύτερου ορόφου. β. σε σχέση αναλογίας, ισοδυναμίας ή ομοιότητας: Ο βαθμός του πλοιάρχου αντιστοιχεί στο βαθμό του συνταγματάρχη. Ένα δολάριο αντιστοιχεί σε τριακόσιες είκοσι δραχμές, ισοδυναμεί. Σε πόσους κατοίκους αντιστοιχεί ένας γιατρός;, αναλογεί. Tι μου αντιστοιχεί από το συνολικό ποσό;, τι δικαιούμαι να πάρω. Aυτά που ισχυρίζεται δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, δεν ανταποκρίνονται.
[λόγ. < αρχ. ἀντιστοιχῶ `στέκομαι απέναντι΄, ελνστ. σημ.: `βρίσκομαι σε συσχετισμό΄ σημδ. αγγλ. correspond]
- αντιστρατεύομαι [andistratévome] Ρ5.1β : βρίσκομαι σε έντονη αντίθεση με κτ. ή με κπ.: Ενέργειες / δυνάμεις / άτομα που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του έθνους / της πατρίδας, αντιτάσσονται. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τη φύση, να εναντιώνεται. Aποφάσεις που αντιστρατεύονται τις συνταγματικές διατάξεις, αντιβαίνουν. Tον αντιστρατεύτηκαν σε κάθε δημιουργική του προσπάθεια.
[λόγ. < αρχ. ἀντιστρατεύομαι]
- αντιστράτηγος ο [andistrátiγos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του στρατού ξηράς, της αστυνομίας (και παλαιότερα της χωροφυλακής) και του πυροσβεστικού σώματος, αμέσως ανώτερος από τον υποστράτηγο.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιστράτηγος `βοηθός του διοικητή΄, αρχ. σημ.: `αντίπαλος στρατηγός΄ σημδ. αγγλ. lieutenant general]



