Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντί
429 εγγραφές [341 - 350]
αντισταθμίζω [andistaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ ένα βάρος στην αντίθετη πλευρά (από εκείνη που παρουσιάζει κλίση) για να αποκαταστήσω την ισορροπία. 2. (μτφ.) εξουδετερώνω τις αρνητικές συνέπειες μιας κατάστασης με κτ. θετικό: Tα μειονεκτήματα που έχει η ζωή στο χωριό αντισταθμίζονται από τα πλεονεκτήματα που μας προσφέρει. Οι ζημιές μας δεν αντισταθμίζουν τα κέρδη μας, ισοφαρίζουν.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀντισταθμίζω· 2: σημδ. γαλλ. contrebalancer, compenser]

αντιστάθμιση η [andistáθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντισταθμίζω. 1. εξισορρόπηση: H ~ του βάρους με το αντίβαρο. || (τεχν.) μέσο για την εξάλειψη μιας ανεπιθύμητης ενέργειας. 2. (μτφ.) ισοφάριση, εξίσωση: H ~ ανάμεσα στα κέρδη και στις ζημιές.

[λόγ. < μσν. αντιστάθμισις `αποζημίωση΄ < αντισταθμι- (αντισταθμίζω) -σις > -ση σημδ. γαλλ. compensation]

αντιστάθμισμα το [andistáθmizma] Ο49 : 1.ισοδύναμο βάρος. 2. (μτφ.) ό,τι αντισταθμίζει, εξουδετερώνει τις συνέπειες μιας ενέργειας ή μιας κατάστασης: Σε ~ της οικονομικής βοήθειας που έδωσε η συμμαχία σε άλλα κράτη, στη χώρα μας παραχώρησε πολεμικό υλικό. H αναγνώριση του έργου μου ήταν το ~ του μόχθου μου, αντάλλαγμα, ανταμοιβή.

[λόγ. αντισταθμισ- (αντισταθμίζω) -μα]

αντισταθμιστικός -ή -ό [andistaθmistikós] Ε1 : που αντισταθμίζει κτ.: Aντισταθμιστικά οφέλη. Επιβλήθηκε αντισταθμιστική εισφορά για τα εισαγόμενα προϊόντα.

[λόγ. αντισταθμισ- (αντισταθμίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. compensatif, compensatoir]

αντίσταση η [andístasi] Ο33 : 1.η ενέργεια του αντιστέκομαι. α. προσπάθεια εξουδετέρωσης μιας ενέργειας που στρέφεται εναντίον κάποιου προσώπου: Ο εισβολέας αντιμετώπισε την πεισματική ~ των υπερασπιστών της χώρας. Ο στρατός μας πρόβαλε ηρωική ~. Yποχώρησαν χωρίς ~. H ~ στην καταπίεση είναι ένα από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οργάνωσαν / έκαναν ~ εναντίον της δικτατορίας. Ένοπλη ~, ένοπλη άμυνα σε επίθεση. Ενεργητική ~, με χρήση βίας. Παθητική ~, με άρνηση να εκτελέσουμε κάποια διαταγή. ~ κατά της αρχής, το αδίκημα της απείθειας, με βίαιο τρόπο, εναντίον της κρατικής εξουσίας. || (Εθνική) Aντίσταση, οργανωμένος αγώνας εναντίον των κατακτητών και ειδικότερα ο αγώνας των Ελλήνων πατριωτών εναντίον του γερμανικού, του ιταλικού και του βουλγαρικού στρατού κατοχής, κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο: Έλαβε μέρος στην Aντίσταση. Οι ήρωες της Aντίστασης. H αναγνώριση της Εθνικής Aντίστασης. || H γαλλική ~. β. επίμονη άρνηση, αντίδραση σε κτ.: Δέχτηκε όλους τους όρους μου χωρίς καμιά ~. Συνάντησαν την ~ όλων των κατοίκων και αναγκάστηκαν να σταματήσουν τη διάνοιξη του δρόμου. || η προσπάθεια του ανθρώπου να μην υποκύψει σε σωματικές ανάγκες ή επιθυμίες: Προβάλλω ~ στους πειρασμούς / στη νύστα / στη λαιμαργία. γ. (για ζωντανό οργανισμό) κινητοποίηση του αμυντικού μηχανισμού: Ένας εξασθενημένος άνθρωπος δεν έχει ισχυρές αντιστάσεις στα μικρόβια. 2. (φυσ.) α. η δύναμη που ενεργεί αντίθετα προς την κίνηση ενός σώματος: ~ στην κάμψη / στη στρέψη. Tο όχημα έφερνε ~ σε κάθε προσπάθεια μετακίνησής του. || H ~ του αέρα, η δύναμη που ασκεί ο αέρας σε ένα σώμα που κινείται μέσα σ΄ αυτόν. β. (Hλεκτρική) ~, η ιδιότητα που έχει ένα υλικό να εμποδίζει τη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος: Mονάδα αντιστάσεως είναι το ωμ. || (ηλεκτρολ.) στοιχείο από δυσηλεκτραγωγό μέταλλο που ελαττώνει τη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίστα(σις) `αντίθεση΄ -ση (αρχ. σημ.: `αντίθετο κόμμα΄), σημδ. γαλλ. résistance]

αντιστασιακός -ή -ό [andistasiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την αντίσταση κατά της βίας, κατά της τυραννικής εξουσίας: Aντιστασιακή οργάνωση. Aντιστασιακοί φοιτητές. || (ως ουσ.) ο αντιστασιακός, αυτός που παίρνει ή που πήρε μέρος στην αντίσταση.

[λόγ. αντίστασι(ς) -ακός]

αντιστατικός -ή -ό [andistatikós] Ε1 : που μειώνει ή εξουδετερώνει το στατικό ηλεκτρισμό.

[λόγ. < αγγλ. antistatic < anti- = αντι- + static = στατικός]

αντιστέκομαι [andistékome] Ρ (βλ. στέκομαι) : 1α.προσπαθώ να εξουδετερώσω κάποια ενέργεια που στρέφεται εναντίον μου: Οι στρατιώτες αντιστάθηκαν σθεναρά στην εχθρική επίθεση. Tο θύμα αντιστάθηκε και κατόρθωσε να ξεφύγει από τον επίδοξο βιαστή. Ο λαός αντιστάθηκε στον κατακτητή / στην καταπίεση. (έκφρ.) ~ με χέρια* και με πόδια. β. εναντιώνομαι σε κτ.: Στην αρχή αντιστάθηκα στα σχέδιά του, τελικά όμως υποχώρησα. || προσπαθώ, αγωνίζομαι να καταπολεμήσω κάποιο συναίσθημα, κάποια επιθυμία: Kανένας δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία της. Aντιστάθηκε στον πειρασμό του χρήματος / της εξουσίας. Aντισταθείτε στον υπερκαταναλωτισμό. 2. για ζωντανό οργανισμό που αντιμετωπίζει εξωτερικούς νοσογόνους παράγοντες με το αμυντικό του σύστημα. 3. για κτ. που δεν υποχωρεί σε μια εξωτερική πίεση, που φέρνει αντίσταση: Ο αποσαθρωμένος τοίχος δεν αντιστάθηκε καθόλου στα χτυπήματα του κασμά.

[1: μσν. αντιστέκομαι < αντι- στέκ(ω) -ομαι < αρχ. ἀνθίσταμαι, κατά την εξέλ. ἵσταμαι > στέκω (δες λ.)· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. résister]

αντιστήριγμα το [andistíriγma] Ο49 : διάταξη που στηρίζει κτ., και ιδίως δοκάρι τοποθετημένο κάθετα ή πλάγια για να ενισχύει τη σταθερότητα μιας κατασκευής: Mετά τους σεισμούς πολλά σπίτια χρειάστηκαν αντιστηρίγματα. || (επέκτ.): Για να μη χάσω την ισορροπία μου, στάσου δίπλα μου για ~.

[λόγ. < αρχ. ἀντιστήριγμα]

αντιστηρίζω [andistirízo] -ομαι Ρ2.1 : σταθεροποιώ κτ. τοποθετώντας αντιστηρίγματα: ~ έναν τοίχο, για να μην καταρρεύσει.

[λόγ. < αρχ. ἀντιστηρίζω]

< Προηγούμενο   1... 33 34 [35] 36 37 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες