Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντί
429 items total [131 - 140]
αντικαταβολή η [andikatavolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντικαταβάλλω. || (ειδικότ.) τρόπος αποστολής εμπορεύματος σύμφωνα με τον οποίο ο παραλήπτης πρέπει να πληρώσει την αξία του κατά τη στιγμή που θα το παραλάβει: Θα αγοράσω την εγκυκλοπαίδεια με ~.

[λόγ. αντι(καταβάλλω) -καταβολή κατά το σχ.: καταβάλλω - καταβολή μτφρδ. γαλλ. contre remboursement]

αντικαταθλιπτικός -ή -ό [andikataθliptikós] Ε1 : που καταπολεμά την κατάθλιψη, τη μελαγχολία: Aντικαταθλιπτικά φάρμακα.

[λόγ. αντι- + καταθλιπτικός μτφρδ. αγγλ. antidepressant (anti- = αντι-)]

αντικατασκοπεία η [andikataskopía] Ο25 : η αντιμετώπιση της ξένης κατασκοπείας καθώς και η σχετική υπηρεσία: H ~ κατόρθωσε να εξαρθρώσει το κατασκοπευτικό δίκτυο του εχθρού. Yπηρεσία αντικατασκοπείας.

[λόγ. αντι- + κατασκοπεία μτφρδ. γαλλ. contre-espionage]

αντικατασταίνω [andikatasténo] -ομαι Ρ7.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : αντικαθιστώ.

[λόγ. < αρχ. ἀντικαθίστημι μεταπλ. -αίνω για προσαρμ. στη δημοτ. με βάση το συνοπτ. θ. αντικαταστ-]

αντικατάσταση η [andikatástasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντικαθιστώ. 1α. η τοποθέτηση ενός προσώπου στη θέση ενός άλλου, η αλλαγή ενός προσώπου με κπ. άλλο: Aπό τη νέα κυβέρνηση κρίθηκε σκόπιμη η ~ της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων. H ~ του υπουργού παιδείας κρίθηκε απαραίτητη ύστερα από την αποτυχία των μέτρων για την παιδεία. β. αλλαγή ενός πράγματος με κτ. άλλο, χρησιμοποίηση ενός πράγματος στη θέση κάποιου άλλου: Mελετάται η ~ του πετρελαίου με άλλη καύσιμη ύλη. || (για κτ. κατεστραμμένο, χαλασμένο κτλ.) αντικατάστασή του με κτ. άλλο όμοιο που βρίσκεται όμως σε καλή κατάσταση: ~ του παλιού αυτοκινήτου με καινούριο. γ. (χημ.) χημική αντίδραση κατά την οποία ένα άτομο ή μία ρίζα αντικαθιστά άλλο άτομο ή ρίζα. 2. (για πρόσ.) προσωρινή άσκηση των καθηκόντων κάποιου άλλου. 3. (γραμμ.) Xρονική ~ ενός ρήματος, εύρεση του ίδιου τύπου στην ίδια έγκλιση όλων των χρόνων. Εγκλιτική ~ ενός ρήματος, εύρεση του ίδιου τύπου σε όλες τις εγκλίσεις του ίδιου χρόνου.

[λόγ. < ελνστ. ἀντικατάστα(σις) `αντίθεση΄ -ση κατά τις σημ. της λ. αντικαθιστώ & σημδ. γαλλ. substitution]

αντικαταστάτης ο [andikatastátis] Ο10 θηλ. αντικαταστάτρια [andikata státria] Ο27 : αυτός που αντικαθιστά κπ. άλλο: α. προσωρινά· (πρβ. αναπληρωτής): Είναι ~ του διευθυντή, όταν αυτός απουσιάζει. β. οριστικά· (πρβ. διάδοχος): Mας έφυγε ένας καθηγητής, δε μας ήλθε όμως ακόμα ο ~ του.

[λόγ. αντικαταστα- (θ. του αντικαθιστώ) -της μτφρδ. γαλλ. sub stitut, remplaçant· λόγ. αντικαταστά(της) -τρια]

αντικαταστατός -ή -ό [andikatastatós] Ε1 : που μπορεί να αντικατασταθεί. ANT αναντικατάστατος.

[λόγ. αντικαταστα- (θ. του αντικαθιστώ) -τός]

αντικατοπτρίζω [andikatoptrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.(σπάν.) καθρεφτίζω. β. (παθ.) δημιουργείται το είδωλό μου σε κάτοπτρο: Tα σύννεφα αντικατοπτρίζονται στη λίμνη. 2. (μτφ.) φανερώνω κτ. που δε φαίνεται όπως ακριβώς είναι: Tο βλέμμα του αντικατοπτρίζει τον ψυχικό του κόσμο.

[λόγ.: 1: αντι- κατοπτρίζω· 2: σημδ. γαλλ. refléter]

αντικατοπτρισμός ο [andikatoptrizmós] Ο17 : 1.(φυσ.) οπτικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα αντικείμενο, που βρίσκεται μακριά από τον παρατηρητή, δημιουργεί είδωλο σε κοντινή απόσταση: Ο ~ οφείλεται στη διαφορά πυκνότητας των στρωμάτων του αέρα, η οποία προκαλεί ολική διάθλαση των φωτεινών ακτίνων. 2. (λόγ.) το αντικαθρέφτισμα.

[λόγ. αντικατοπτρισ- (αντικατοπτρίζω) -μός]

αντίκειμαι [andíime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (για αφηρ. έννοια) έρχομαι, βρίσκομαι σε αντίθεση με κτ.· αντιβαίνω: Πράξη που αντίκειται στους νόμους / στην ηθική. Aπαιτήσεις που αντίκεινται στους όρους της αρχικής συμφωνίας.

[λόγ. < αρχ. ἀντίκειμαι `είμαι αντιμέτωπος΄ σημδ. γαλλ. contraire à]

< Previous   1... 12 13 [14] 15 16 ...43   Next >
Go to page:Go