Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίστροφη
2 εγγραφές [1 - 2]
αντιστροφή η [andistrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιστρέφω. 1α. αμοιβαία μετακίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση: ~ των όρων του κλάσματος. β1. (φιλολ., μετρ.) σύνολο στίχων, στο χορικό αρχαίου δράματος, που αντιστοιχούν μετρικά και ρυθμικά στη στροφή. β2. (λογ.) ~ κρίσεων, αμοιβαία εναλλαγή μεταξύ του υποκειμένου και του κατηγορουμένου μιας πρότασης, χωρίς να μεταβάλλεται το ποιόν της, π.χ. «Mερικά ζώα είναι θηλαστικά, όλα τα θηλαστικά είναι ζώα». β3. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο η ίδια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται στο τέλος επάλληλων προτάσεων, π.χ. «Έτσι είν΄ ο κόσμος, πάντα τέτοιος θα είν΄ ο κόσμος». 2. μεταβολή μιας κατάστασης στην εντελώς αντίθετη: Παρατηρείται μια ~ των μέχρι σήμερα δεδομένων.

[λόγ. < αρχ. ἀντιστροφή & σημδ. γαλλ. inversion]

αντίστροφος -η -ο [andístrofos] Ε5 : 1.που έχει αντίθετη κατεύθυνση ή διάταξη προς κτ. άλλο: Έδωσε στον τροχό αντίστροφη κίνηση. H αντίστροφη μέτρηση, όταν μετρούμε ανάποδα, ξεκινούμε δηλαδή από ένα συγκεκριμένο αριθμό και καταλήγουμε στο μηδέν, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε μια συνεχή πορεία προς ένα αναμενόμενο τέλος ή κατάληξη: H αντίστροφη μέτρηση για την πτώση της κυβέρνησης άρχισε όταν… Aντίστροφο λεξικό, στο οποίο οι λέξεις κατατάσσονται όχι με βάση το πρώτο, δεύτερο, τρίτο κτλ. γράμμα, αλλά με βάση το τελευταίο, προτελευταίο κτλ. || (μαθημ.) Aντίστροφοι αριθμοί, δύο αριθμοί που το γινόμενό τους ισούται με τη μονάδα, π.χ. 0,2 επί 5. Aντίστροφα κλάσματα, όταν ο παρονομαστής του ενός είναι αριθμητής του άλλου και αντιστρόφως. Ποσά αντίστροφα, όταν το ένα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό με τον οποίο διαιρείται το άλλο. 2. (ως ουσ.) το αντίστροφο: α. το αντίθετο, το ανάποδο: Συμβαίνει και το αντίστροφο, αντί δηλαδή να τον επηρεάζεις εσύ, να επηρεάζεσαι από εκείνον. β. κείμενο στα νέα ελληνικά που ο εξεταζόμενος πρέπει να το μεταφράσει στα αρχαία ελληνικά ή σε κάποια ξένη γλώσσα. ANT ευθύ. αντίστροφα & αντιστρόφως ΕΠIΡΡ: Στις προ Xριστού χρονολογίες μετρούμε ~. Tο ταξίδι από την Aθήνα προς τη Θεσσαλονίκη και ~. || (μαθημ.) Ποσά αντιστρόφως ανάλογα, ποσά αντίστροφα.

[λόγ. < αρχ. ἀντίστροφος & σημδ. γαλλ. inverse· λόγ. < αρχ. ἀντιστρόφως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες