Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίξοος -η -ο [andíksoos] Ε5 : που δημιουργεί δυσκολίες και προβλήματα καθώς δεν είναι ο επιθυμητός: Aντίξοες περιστάσεις / καιρικές συνθήκες.
[λόγ. < αρχ. ἀντίξοος]
- αντιξοότητα η [andiksoótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντίξοου. || (πληθ.) οι αντίξοες περιστάσεις: Tον γέρασαν πρόωρα οι αντιξοότητες της ζωής.
[λόγ. αντίξο(ος) -ότης > -ότητα]



