Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίληψη η [andílipsi] Ο33 : 1α.(ψυχ.) σύνθετη λειτουργία με την οποία ο άνθρωπος αποκτά γνώση της πραγματικότητας είτε άμεσα με τις αισθήσεις είτε έμμεσα με παρέμβαση του λογικού: Έλεγχος / όρια της αντίληψης. β. η δυνατότητα του ανθρώπου να καταλαβαίνει: H ~ του χώρου / του χρόνου. Οξεία / περιορισμένη / ταχεία ~. ΦΡ πέφτει / υποπίπτει κτ. στην αντίληψή μου, το αντιλαμβάνομαι. γ. γνώση ενός αντικειμένου: Πήγε επί τόπου για να αποκτήσει άμεση ~ της κατάστασης. 2α. η γνώμη ή η άποψη που έχει κάποιος για κτ.: Εξιστορεί τα γεγονότα αποφεύγοντας να εκφράσει τις προσωπικές του αντιλήψεις. Έχω την ~ ότι / πως, νομίζω ότι. β. (πληθ.) ιδεολογική άποψη: Οι αντιλήψεις κάποιου. Kοινωνικές / πολιτικές / θρησκευτικές αντιλήψεις. Ριζοσπαστικές / συντηρητικές / επαναστατικές αντιλήψεις. Aντιλήψεις για την τέχνη / το γάμο / την κοινωνική εξέλιξη. Σύγχρονες / οπισθοδρομικές / περίεργες αντιλήψεις. 3. (νομ.) βοήθεια, προστασία: Kοινωνική ~. Δημόσια ~, βοήθεια που παρέχεται από το κράτος ή από φιλανθρωπικά ιδρύματα σε άτομα που έχουν ανάγκη. Δικαστική ~, την αναθέτει το δικαστήριο σε κπ. για να ασκεί ορισμένες δικαιοπραξίες που αφορούν άτομα με μειωμένες ικανότητες.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίληψις (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `αντάλλαγμα΄ (1α: & σημδ. γαλλ. perception· 2β: & σημδ. γαλλ. conceptions (πληθ.)· 3: & σημδ. γαλλ. perception με βάση την ελνστ. σημ.: `βοήθεια΄)]



