Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίκλινο
1 εγγραφή
αντίκλινο το [andíklino] Ο40 : (γεωλ.) πτύχωση του εδάφους με κυρτά στρώματα πετρωμάτων.

[λόγ. < αγγλ.(;) anticlin(e) -ον < anti- = αντι- + αρχ. κλίνω `γέρνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες