Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάτζιο
1 εγγραφή
αντάτζιο [andádzio] επίρρ. : (μουσ.) αργά.

[λόγ. < ιταλ. adagio (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες