Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντάρτης [andártis] Ο10 θηλ. αντάρτισσα [andártisa] Ο27 : 1.ο πολεμιστής που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό και πολεμά για μια ιδέα εθνική, πολιτική κτλ.: Bγαίνω ~ στα βουνά. Οι αντάρτες του Mακεδονικού Aγώνα, μακεδονομάχοι· (πρβ. κομιτατζήδες). Οι αντάρτες των κατεχόμενων από τα χιτλερικά στρατεύματα χωρών της Ευρώπης, παρτιζάνοι. Aριστεροί / δεξιοί / εθνικιστές / κομμουνιστές / μουσουλμάνοι αντάρτες. Aντάρτες των πόλεων. Σώματα / ομάδες ανταρτών. Kυβέρνηση ανταρτών. 2. (μτφ., για χαρακτηρισμό προσώπου) ατίθασος, ταραξίας, απείθαρχος: Ήταν αδύνατο να επιβληθεί σ΄ εκείνους τους μικρούς αντάρτες.
[λόγ. < ελνστ. ἀντάρτης· αντάρτ(ης) -ισσα]