Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάμωση
1 εγγραφή
αντάμωση η [andámosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ανταμώνω· συνήθ. στην έκφραση καλή ~ (ως ευχή μεταξύ προσώπων που αποχωρίζονται ή ζουν μακριά), με το καλό να συναντηθούμε.

[μσν. αντάμωσις < ανταμώ(νω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες