Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάμωμα
1 εγγραφή
αντάμωμα το [andámoma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του ανταμώνω· αντάμωση: Tο ~ των δύο φίλων ήταν συγκινητικό.

[ανταμώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες