Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοσταίνω
1 εγγραφή
ανοσταίνω [anosténo] Ρ7.4α : 1α.γίνομαι άνοστος, άγευστος, χάνω την ιδιαίτερη γεύση, τη νοστιμιά μου: Mην το βράζεις πάρα πολύ το κρέας γιατί ανοσταίνει. β. (μτφ.) γίνομαι άνοστοςβ, άχαρος: Όσο πάει κι ανοσταίνουν τ΄ αστεία του. 2α. κάνω κτ. άνοστο. β. (μτφ.) κάνω κπ. ή κτ. να φαίνεται άνοστοςβ, άχαρος: Aυτό το κοστούμι τον ανοσταίνει.

[άνοστ(ος) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες