Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοικοδομώ
1 εγγραφή
ανοικοδομώ [anikoδomó] -ούμαι Ρ10.9 : α.οικοδομώ, χτίζω κτ. πάλι από την αρχή: Tο μεγαλύτερο τμήμα της πόλης ανοικοδομήθηκε μέσα σε λίγους μήνες μετά το σεισμό. β. οικοδομώ.

[λόγ. < αρχ. ἀνοικοδομῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες