Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιχνεύω
1 εγγραφή
ανιχνεύω [anixnévo] -ομαι Ρ5.1 : α.αναζητώ, με συστηματική, λεπτομερειακή εξέταση, ίχνη και στοιχεία που πιστοποιούν την ύπαρξη κάποιου· αναζητώ κτ. ερευνώντας προσεχτικά ή βρίσκω κτ. ύστερα από λεπτομερή εξέταση: ~ μια τοξική ουσία στα σπλάχνα ενός οργανισμού. || διερευνώ, εξακριβώνω: ~ τις προθέσεις κάποιου. β. ερευνώ, εξετάζω λεπτομερώς ένα χώρο: ~ το έδαφος / μια περιοχή. || (μτφ.): ~ τη σκέψη κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ἀνιχνεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες