Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθόγαλο
1 εγγραφή
ανθόγαλα το [anθóγala] Ο49 (κυρ. στην ονομ. και αιτ. εν.) & ανθόγαλο το [anθóγalo] Ο41 : λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος· καϊμάκι, αφρόγαλα.

[λόγ. επίδρ. στο αθόγαλα < αθ(ός δες στο ανθός) -ο- + γάλα· ανθόγαλ(α) μεταπλ. -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες