Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθρωπωνύμιο το [anθroponímio] Ο40 : όνομα ανθρώπου, συνήθ. ως αντικείμενο γλωσσολογικής, εθνολογικής κτλ. μελέτης.
[λόγ. ανθρωπο- + -ωνύμιον με βάση το γαλλ. anthroponymie < anthropo- = ανθρωπο- + -onym(e) = -ωνύμ(ιον) -ie = -ία]



