Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθρωποφάγος -α / -ος -ο [anθropofáγos] Ε14 : 1.που τον χαρακτηρίζει η ανθρωποφαγία: Aνθρωποφάγες φυλές. || (συνήθ. ως ουσ.) ο ανθρωποφάγος, μέλος πρωτόγονης φυλής που τρώει ανθρώπινο κρέας· κανίβαλος: Xάθηκε στη ζούγκλα και λέγεται πως τον έφαγαν ανθρωποφάγοι. 2. (μτφ.) που είναι απάνθρωπος, σκληρός ή στυγνός εκμεταλλευτής: Έχει ανθρωποφάγες διαθέσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωποφάγος (στη σημ. 1)]



