Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωποθυσία
1 εγγραφή
ανθρωποθυσία η [anθropoθisía] Ο25 : η θανάτωση ανθρώπου (ή ανθρώπων) ως προσφορά σε κπ. θεό: Σε πολλούς λαούς οι ανθρωποθυσίες είχαν χαρακτήρα εξιλασμού. || (επέκτ.) η μαζική εξόντωση στρατιωτών σε μάχη (και κυρ. σε επιθετική ενέργεια): H επίθεση για την κατάληψη του υψώματος κατέληξε σε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωποθυσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες