Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρακικό
1 εγγραφή
ανθρακικός -ή -ό [anθrakikós] Ε1 : 1.που περιέχει άνθρακα: Aνθρακικό ασβέστιο / κάλιο / νάτριο. ~ μόλυβδος. Aνθρακικά πετρώματα. || Aνθρακικό οξύ, αέριο που παράγεται από την καύση των ανθράκων· διοξείδιο του άνθρακα. || (ως ουσ.) το ανθρακικό: Λεμονάδα με / χωρίς ανθρακικό, με / χωρίς αέριο. 2. που αναφέρεται στον άνθρακα1, που έχει σχέση με αυτόν: Aνθρακική περίοδος / διάπλαση.

[λόγ. ανθρακ- (άνθρακας) -ικός μτφρδ. γαλλ. carbonique, carbonate]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες