Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανησυχητικός
1 εγγραφή
ανησυχητικός -ή -ό [anisixitikós] Ε1 : που εμπνέει, που προκαλεί ανησυχία: Διαδόθηκαν ανησυχητικές ειδήσεις. H παγκόσμια κατάσταση είναι ανησυχητική. ανησυχητικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που προκαλεί ανησυχία: H κρίση στις διεθνείς σχέσεις οξύνεται ~.

[λόγ. ανησυχη- (ανησυχώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. inquiétant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες