Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανευρίαστος -η -ο [anevríastos] Ε5 : α.που δε νευρίασε, που δεν οργίστηκε. ANT νευριασμένος. β. που από χαρακτήρα δε νευριάζει, δεν οργίζεται· πράος, ήρεμος.
ανευρίαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. επίδρ. στο ανεύριαστος < α- 1 νευριασ- (νευριάζω) -τος]



