Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεπιφύλακτος -η -ο [anepifílaktos] Ε5 : που εκδηλώνεται χωρίς επιφυλάξεις ή δισταγμούς: ~ θαυμασμός. Aνεπιφύλακτη συμπαράσταση / εμπιστοσύνη / υποστήριξη. Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την ανεπιφύλακτη συμπαράσταση της Ελλάδας στον κυπριακό λαό.
ανεπιφύλακτα ΕΠIΡΡ: Συνιστώ κτ. ~. [λόγ. αν- (δες α- 1) επιφυλακ- (επιφύλαξις) -τος]



