Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεπαρκής -ής -ές [aneparkís] Ε10 : που, από ποσοτική ή ποιοτική άποψη, δεν επαρκεί, δεν είναι αρκετός ή επαρκής για να καλύψει κάποιες ανάγκες ή για να κάνει κτ.: Aνεπαρκή τρόφιμα / εφόδια, λίγα. ~ συλλογισμός, ελλιπής ή αδύνατος. ~ υπάλληλος. Aνεπαρκείς δυνάμεις. Δεν μπορεί να κρίνει κανείς σωστά με βάση ανεπαρκείς πληροφορίες.
(λόγ.) ανεπαρκώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) επαρκής μτφρδ. γαλλ. insuffisant· λόγ. ανεπαρκ(ής) -ώς]



