Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξικακία
1 εγγραφή
ανεξικακία η [aneksikakía] Ο25 : η ιδιότητα του ανεξίκακου· αμνησικακία. ANT μνησικακία: H ~ είναι αναμφισβήτητα αρετή των δυνατών.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεξικακία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες