Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεξέλεγκτος -η -ο [anekséleŋgtos] Ε5 : α.που δεν τον εξακρίβωσαν ή που δεν είναι δυνατό να τον εξακριβώσουν με έλεγχο: Aνεξέλεγκτοι λογαριασμοί. Aνεξέλεγκτες γνώμες / απόψεις. Δε μας πείθουν ανεξέλεγκτες πληροφορίες και ανεξέλεγκτα επιχειρήματα. β. που δεν υπόκειται σε έλεγχο, που ενεργεί ή γίνεται χωρίς να ελέγχεται: Aνεξέλεγκτη δράση / διαχείριση / διοίκηση / απόφαση. || (για πρόσ.) ασύδοτος: Tους άφησε ανεξέλεγκτους και κάνουν ό,τι θέλουν.
ανεξέλεγκτα ΕΠIΡΡ στη σημ. β. [λόγ.: α: αρχ. ἀνεξέλεγκτος· β: σημδ. γαλλ. incontrôlable]