Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμοδείκτης ο [anemoδíktis] & ανεμοδείχτης ο [anemoδíxtis] Ο10 : α. όργανο που δείχνει την κατεύθυνση του ανέμου· ανεμοδούρα1α, ανεμόστροφοβ. β. (μτφ., για πρόσ.) που δεν έχει μια σταθερή γνώμη, που αλλάζει απόψεις εύκολα και ανάλογα με το περιβάλλον· ανεμόμυλοςβ.
[λόγ. ανεμο-1 + δείκτης μτφρδ. αγγλ. wind indicator· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]