Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμίζω [anemízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κουνώ κτ. στον αέρα: Mας χαιρετούσαν ανεμίζοντας τα μαντίλια τους. Φοβέριζαν ανεμίζοντας τα σπαθιά τους. ~ μια σημαία. β. κουνιέμαι στον αέρα από τον άνεμο: Tα μακριά μαλλιά της ανέμιζαν στο δροσερό αεράκι. H σημαία ανεμίζει ψηλά, κυματίζει. 2α. (λαϊκότρ., για χρήματα, περιουσία κτλ.) σπαταλιέμαι, ξοδεύομαι άσκοπα: Όλο του το βιος ανεμίστηκε, εξανεμίστηκε. β. (λογοτ.) προαισθάνομαι, ψυχανεμίζομαι.
[ελνστ. ἀνεμίζω `μεταφέρομαι από τον άνεμο΄]



