Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεβοκατεβάζω
1 εγγραφή
ανεβοκατεβάζω [anevokatevázo] Ρ2.1α : α.διαδοχικά και επανειλημμένα ανεβάζω και κατεβάζω κτ.: Aνεβοκατέβαζε τα κάδρα να βρει τη θέση τους. β. (μτφ., για αξίες, τιμές κτλ.) διαδοχικά και επανειλημμένα υποτιμώ και ανατιμώ κτ.: Οι κερδοσκόποι ανεβοκατεβάζουν τις μετοχές / τη λίρα / την τιμή του χρυσού.

[ανεβ(άζω) -ο- + κατεβάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες