Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανδρισμός ο [anδrizmós] Ο17 : 1.το σύνολο των φυσικών και σεξουαλικών χαρακτηριστικών του άντρα: Tου έθιξε τον ανδρισμό του. || (επέκτ.) η σεξουαλική ικανότητα του άντρα. 2. γενναία και αξιοπρεπής συμπεριφορά: Είχε τον ανδρισμό να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀνδρισμός· 1: σημδ. γαλλ. virilité]



