Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναψυχή η [anapsixí] Ο29 : ανάπαυση, ξεκούραση πνευματική ή ψυχική, ευχαρίστηση ψυχική· (πρβ. ψυχαγωγία, διασκέδαση): Tαξίδι αναψυχής, που γίνεται για αναψυχή. Aίθουσα / χώρος / σκάφος αναψυχής, που χρησιμοποιείται για αναψυχή.
[λόγ. < αρχ. ἀναψυχή `δρόσισμα, ανακούφιση΄ & σημδ. γερμ. Εrfrischung]



