Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναψυκτικός
1 εγγραφή
αναψυκτικός -ή -ό [anapsiktikós] Ε1 : Aναψυκτικό ποτό, το αναψυκτικό.

[λόγ. αναψυκ- (αναψύχω) -τικός μτφρδ. γαλλ. rafraîchissant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες