Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναψυκτικός -ή -ό [anapsiktikós] Ε1 : Aναψυκτικό ποτό, το αναψυκτικό.
[λόγ. αναψυκ- (αναψύχω) -τικός μτφρδ. γαλλ. rafraîchissant]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. αναψυκ- (αναψύχω) -τικός μτφρδ. γαλλ. rafraîchissant]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |