Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφύσημα
1 εγγραφή
αναφύσημα το [anafísima] Ο49 : στιγμιαίο και ελαφρό φύσημα ανέμου.

[λόγ. < αρχ. ἀναφύσημα `ριπή ανέμου΄ σημδ. γαλλ. souffle]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες