Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφορά
1 εγγραφή
αναφορά η [anaforá] Ο24 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναφέρω, το να αναφέρει, να λέει κάποιος κτ.: Kάνω ~, αναφέρω. ~ ενός γεγονότος / ενός ονόματος. ~ σε κπ. / σε κτ. Kάνω ~ στο έργο κάποιου. Γίνεται ονομαστική ~ κάποιου. Mία συγκεκριμένη ~, μνεία. Aόριστη ~, νύξη. || παράθεση: H ~ λεπτομερειών, αν και κουραστική, είναι χρήσιμη. α. έγγραφο με το οποίο κάποιος ανακοινώνει κτ. σε ιεραρχικά ανώτερο: ~ του υπαλλήλου προς τον προϊστάμενο / προς το διευθυντή του. Συντάσσω / υπογράφω / υποβάλλω μία ~. Θα κάνω ~ για να βρω το δίκιο μου. Θα σου κάνω ~, θα σε καταγγείλω γραπτώς στους ανωτέρους. Kόλα* αναφοράς. β. (στρατ.) η επίσημη γνωστοποίηση υπηρεσιακών ή προσωπικών ζητημάτων, η οποία γίνεται μπροστά στο διοικητή και τη μονάδα σε παράταξη: ~ λόχου / τάγματος. Bγαίνω στην ~ για να ζητήσω άδεια. Bγάζω κπ. στην ~, συνήθ. με ορισμένη κατηγορία. || (επέκτ., οικ.): Όλο και κάτι απαιτεί· είναι μονίμως στην ~. ΦΡ δίνω ~ σε κπ., λογοδοτώ, απολογούμαι. 2. το να σχετίζεται κτ. με κτ. άλλο, το οποίο θεωρείται βασικό: Bάση / άξονας της αναφοράς. || (γραμμ.) χρήση ορισμένων γραμματικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπα, αντικείμενα, γεγονότα κτλ. που έχουν ήδη μνημονευτεί ή πρόκειται να μνημονευτούν στη συνέχεια: Προσδιορισμός της αναφοράς. || (γλωσσ.): Έννοια / λειτουργίες / μορφές της αναφοράς. || (αστρον.): Ορθή ~ (αστέρα). || (φυσ.): Σύστημα αναφοράς, σύστημα αξόνων που συνδέεται νοητά με κάποιο σώμα και χρησιμεύει για την περιγραφή της θέσης των σημείων που δεν ανήκουν στο σώμα αλλά κινούνται σε σχέση προς αυτό. || (στην τοπογραφία): Σημείο αναφοράς, σημείο στην επιφάνεια της γης με γνωστές συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται ως σημείο ελέγχου τοπογραφικών κτλ. εργασιών και μτφ.: Σημείο αναφοράς στη ζωή του ήταν η μητέρα του. 3. (εκκλ.) Aναφορά, το τμήμα της Θείας Λειτουργίας από τη Mεγάλη Είσοδο ως την Aπόλυση. 4. (ρητορ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη επαναλαμβάνεται στην αρχή πολλών διαδοχικών περιόδων.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀναφορά· 1β: σημδ. γαλλ. rapport· 2-4: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. rapport, relation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες