Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατοποθετώ
1 εγγραφή
ανατοποθετώ [anatopoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) θέτω (ένα θέμα, ζήτημα κτλ.) υπό συζήτηση σε διαφορετική βάση.

[λόγ. ανα- τοποθετώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες