Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασυνθέτω
1 εγγραφή
ανασυνθέτω [anasinθéto] -ομαι, ανασυντίθεμαι [anasindíθeme] Ρ (βλ. συνθέτω) : συνθέτω κτ. εκ νέου.

[λόγ. ανα- συνθέτω, συντίθεμαι μτφρδ. γαλλ. recomposer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες