Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανασυνθέτω [anasinθéto] -ομαι, ανασυντίθεμαι [anasindíθeme] Ρ (βλ. συνθέτω) : συνθέτω κτ. εκ νέου.
[λόγ. ανα- συνθέτω, συντίθεμαι μτφρδ. γαλλ. recomposer]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ανα- συνθέτω, συντίθεμαι μτφρδ. γαλλ. recomposer]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |